- λάλλαι
- λάλλαιpebblesfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λάλλαι — λάλλαι, αἱ (Α) βότσαλα σε ακρογιαλιά ή σε όχθη ποταμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαλῶ, με εκφραστικό διπλασιασμό τού λ λόγω τού ήχου που κάνουν τα βότσαλα] … Dictionary of Greek
λαλώ — έω και άω (AM λαλῶ, έω) 1. λέγω (α. «εἶπα καὶ ἐλάλησα ἁμαρτίαν οὐκ ἔχω» β. «αὐτοῡ ἀκούσεσθε κατὰ πάντα ὅσα ἄν λαλήσῃ πρὸς ὑμᾱς», ΚΔ) 2. έχω έναρθρο λόγο, ομιλώ, εκφράζομαι προφορικά («λαλεῑ οὐθὲν τῶν ἄλλων ζῴων πλὴν ἀνθρώπου», Αριστοτ.) 3. (για… … Dictionary of Greek
λάλλας — λάλλᾱς , λάλλαι pebbles fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)